- χορηγέτης
- χορηγέτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορηγέτης — και δωρ. τ. χοραγέτας, ὁ, Α χορηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ἡγέτης* (πρβλ. στρατ ηγέτης)] … Dictionary of Greek
χοραγέτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. χορηγέτης … Dictionary of Greek
χορηγεσία — και δωρ. τ. χοραγεσία, ἡ, Α [χορηγέτης] χορηγία … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek